οικόπεδο
[iˈkopeðo]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Bauplatzαρσενικό | Maskulinum, männlich mοικόπεδοGrundstückουδέτερο | Neutrum, sächlich nοικόπεδοοικόπεδο