οικοδόμος
[ikoˈðomos]αρσενικό | Maskulinum, männlich mVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Bauarbeiterαρσενικό | Maskulinum, männlich mοικοδόμοςοικοδόμος
- Maurerαρσενικό | Maskulinum, männlich mοικοδόμος για τούβλαοικοδόμος για τούβλα