„οικοδέσποινα“: θηλυκό οικοδέσποινα [ikoˈðespina]θηλυκό | Femininum, weiblich f Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Hostess, Mätresse Hostessθηλυκό | Femininum, weiblich f οικοδέσποινα οικοδέσποινα Mätresseθηλυκό | Femininum, weiblich f οικοδέσποινα ιστορία | Geschichteιστ οικοδέσποινα ιστορία | Geschichteιστ