ογκόλιθος
[oŋˈgoliθos]αρσενικό | Maskulinum, männlich mVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Felsblockαρσενικό | Maskulinum, männlich mογκόλιθοςFelsbrockenαρσενικό | Maskulinum, männlich mογκόλιθοςογκόλιθος