„ξεπληρώνω“: μεταβατικό ρήμα ξεπληρώνω [ksepliˈrono]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-σα; -θηκα; -μένος> Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) abzahlen ab(be)zahlen ξεπληρώνω ξεπληρώνω