ξενυχτισμένος
[ksenixtizˈmenos], ξενυχτισμένη, ξενυχτισμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- übernächtigtξενυχτισμένος άγρυπνοςξενυχτισμένος άγρυπνος