ξεμοντάρω
[ksemonˈdaro]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-ισα; -ισμένος>Vista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- zerlegen, abmontieren, ausbauenξεμοντάρω μηχάνημα, έπιπλοξεμοντάρω μηχάνημα, έπιπλο