ξεκουράζω
[ksekuˈrazo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-σα; -στηκα; -σμένος>Vista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- ausruhen, entspannenξεκουράζω αναπαύωξεκουράζω αναπαύω
- entlastenξεκουράζω απαλλάσσω από υπερβολική εργασίαξεκουράζω απαλλάσσω από υπερβολική εργασία