„ξανακάνω“: μεταβατικό ρήμα ξανακάνω [ksanaˈkano]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-να> Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) wieder tun wieder tun ξανακάνω ξανακάνω