ξέπλυμα
[ˈkseplima]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Ausspülenουδέτερο | Neutrum, sächlich nξέπλυμαξέπλυμα
- Spülwasserουδέτερο | Neutrum, sächlich nξέπλυμα νερόξέπλυμα νερό
ejemplos
- ξέπλυμα χρήματοςGeldwäscheθηλυκό | Femininum, weiblich f