„ντεπό“: ουδέτερο ντεπό [deˈpo]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Depot Depotουδέτερο | Neutrum, sächlich n ντεπό αποθήκη ντεπό αποθήκη