νοικοκυρά
[nikokjiˈra]θηλυκό | Femininum, weiblich fVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Hausfrauθηλυκό | Femininum, weiblich fνοικοκυρά η ασχολούμενη με τα οικιακάνοικοκυρά η ασχολούμενη με τα οικιακά
- Vermieterinθηλυκό | Femininum, weiblich fνοικοκυρά ιδιοκτήτρια ακινήτουνοικοκυρά ιδιοκτήτρια ακινήτου