„νηφάλιος“ νηφάλιος [niˈfalios], νηφάλια, νηφάλιοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) nüchtern nüchtern νηφάλιος ατάραχος νηφάλιος ατάραχος