„νεολαία“: θηλυκό νεολαία [neoˈlea]θηλυκό | Femininum, weiblich f Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Jugend, junge Leute Jugendθηλυκό | Femininum, weiblich f νεολαία junge Leuteπληθυντικός | Plural pl νεολαία νεολαία ejemplos η νεολαία του χωριού die Dorfjugend η νεολαία του χωριού