νάρθηκας
[ˈnarθikas]αρσενικό | Maskulinum, männlich mVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Vorraumαρσενικό | Maskulinum, männlich mνάρθηκας εκκλησίανάρθηκας εκκλησία
ejemplos
- νάρθηκας του κάτω άκρου ιατρική | MedizinιατρBeinschieneθηλυκό | Femininum, weiblich f