„μυρωδικό“: ουδέτερο μυρωδικό [miroðiˈko]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Duftstoff, Gewürz Duftstoffαρσενικό | Maskulinum, männlich m μυρωδικό αρωματική ουσία μυρωδικό αρωματική ουσία Gewürzουδέτερο | Neutrum, sächlich n μυρωδικό μπαχαρικό μυρωδικό μπαχαρικό