„μπουντρούμι“: ουδέτερο μπουντρούμι [bunˈdrumi]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Verlies Verliesουδέτερο | Neutrum, sächlich n μπουντρούμι μπουντρούμι