„μπαστούνι“: ουδέτερο μπαστούνι [basˈtuni]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Stock, Pik, Stock Stockαρσενικό | Maskulinum, männlich m μπαστούνι γεν μπαστούνι γεν (Spazier-)Stockαρσενικό | Maskulinum, männlich m μπαστούνι για περίπατο μπαστούνι για περίπατο Pikουδέτερο | Neutrum, sächlich n μπαστούνι χαρτί τράπουλας μπαστούνι χαρτί τράπουλας ejemplos μπαστούνι γλυκόριζας Lakritzstangeθηλυκό | Femininum, weiblich f μπαστούνι γλυκόριζας μπαστούνι πρέτσελ Laugenstangeθηλυκό | Femininum, weiblich f μπαστούνι πρέτσελ μπαστούνι του γκολφ Golfklubαρσενικό | Maskulinum, männlich m μπαστούνι του γκολφ μπαστούνι του σκι Skistockαρσενικό | Maskulinum, männlich m μπαστούνι του σκι μπαστούνι του χόκεϋ Hockeyschlägerαρσενικό | Maskulinum, männlich m μπαστούνι του χόκεϋ ocultar ejemplosmostrar más ejemplos