μπαστούνι
[basˈtuni]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Stockαρσενικό | Maskulinum, männlich mμπαστούνι γενμπαστούνι γεν
- (Spazier-)Stockαρσενικό | Maskulinum, männlich mμπαστούνι για περίπατομπαστούνι για περίπατο
- Pikουδέτερο | Neutrum, sächlich nμπαστούνι χαρτί τράπουλαςμπαστούνι χαρτί τράπουλας
ejemplos
- μπαστούνι γλυκόριζαςLakritzstangeθηλυκό | Femininum, weiblich f
- μπαστούνι πρέτσελLaugenstangeθηλυκό | Femininum, weiblich f
-
ocultar ejemplosmostrar más ejemplos