„μουγκανίζω“: αμετάβατο ρήμα μουγκανίζω [muŋgaˈnizo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) muhen muhen μουγκανίζω αγελάδα μουγκανίζω αγελάδα