„μονοετής“ μονοετής [monoeˈtis], μονοετής, μονοετέςεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) einjährig einjährig μονοετής οικοδομή, συμβόλαιο μονοετής οικοδομή, συμβόλαιο