„μικρόβιο“: ουδέτερο μικρόβιο [miˈkrovio]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Erreger, Mikrobe Erregerαρσενικό | Maskulinum, männlich m μικρόβιο βιολογία | Biologieβιολ Mikrobeθηλυκό | Femininum, weiblich f μικρόβιο βιολογία | Biologieβιολ μικρόβιο βιολογία | Biologieβιολ