μεταβάλλομαι
[metaˈvalome]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mpVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- sich (ver)ändern, sich wandelnμεταβάλλομαι αλλάζωμεταβάλλομαι αλλάζω
- sich verwandelnμεταβάλλομαι μεταμορφώνομαιμεταβάλλομαι μεταμορφώνομαι