„μελιστάλακτος“ μελιστάλακτος [melisˈtalaktos], μελιστάλακτη, μελιστάλακτοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjκαι | und κ. μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) honigsüß honigsüß μελιστάλακτος μελιστάλακτος