„μείζων“ μείζων [ˈmizon], μείζων, μείζονεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) größere, bedeutend größere μείζων μείζων bedeutend μείζων σημαντικός μείζων σημαντικός ejemplos μείζων τρόπος μουσ Durουδέτερο | Neutrum, sächlich n μείζων τρόπος μουσ