ματώνω
[maˈtono]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-σα; -θηκα; -μένος>Vista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
ματώνω
[maˈtono]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-σα; -θηκα; -μένος>Vista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- blutenματώνω τρέχει αίμα, κ., καρδιά μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφματώνω τρέχει αίμα, κ., καρδιά μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ