„ματζόρε“: ουδέτερο ματζόρε [maˈdzore]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Dur Durουδέτερο | Neutrum, sächlich n ματζόρε μουσ ματζόρε μουσ