μαρκάρισμα
[marˈkarizma]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Deckungθηλυκό | Femininum, weiblich fμαρκάρισμα αθλητισμός | Sportαθλμαρκάρισμα αθλητισμός | Sportαθλ
ejemplos
- μαρκάρισμα ζώνηςRaumdeckungθηλυκό | Femininum, weiblich f
- μαρκάρισμα man-to-manManndeckungθηλυκό | Femininum, weiblich f