„μακιγιάρισμα“: ουδέτερο μακιγιάρισμα [makjiˈjarizma]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Schminke Schminkeθηλυκό | Femininum, weiblich f μακιγιάρισμα μακιγιάρισμα