„μαινόμενος“ μαινόμενος [meˈnomenos], μαινόμενή, μαινόμενοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) wütend, rasend wütend, rasend μαινόμενος μαινόμενος