μαζικός
[maziˈkos], μαζική, μαζικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- massenhaft, Massen-μαζικόςμαζικός
ejemplos
- μαζική ανεργίαθηλυκό | Femininum, weiblich fMassenarbeitslosigkeitθηλυκό | Femininum, weiblich f
- μαζική απόλυσηθηλυκό | Femininum, weiblich fMassenentlassungθηλυκό | Femininum, weiblich f
- μαζική κτηνοτροφίαθηλυκό | Femininum, weiblich fMassentierhaltungθηλυκό | Femininum, weiblich f
ocultar ejemplosmostrar más ejemplos