μέσο
[ˈmeso(n)]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- vorteilhafter Kontaktαρσενικό | Maskulinum, männlich mμέσο(ν) γνωριμίαBeziehungenπληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fplμέσο(ν) γνωριμίαμέσο(ν) γνωριμία