„μέρισμα“: ουδέτερο μέρισμα [ˈmerizma]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Dividende Dividendeθηλυκό | Femininum, weiblich f μέρισμα οικονομία | Wirtschaftοικον μέρισμα οικονομία | Wirtschaftοικον