μέλος
ουδέτερο | Neutrum, sächlich nVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Gliedουδέτερο | Neutrum, sächlich nμέλος ανατομία | Anatomieανατμέλος ανατομία | Anatomieανατ
- Mitgliedουδέτερο | Neutrum, sächlich nμέλος οργάνωσης, κόμματοςμέλος οργάνωσης, κόμματος
ejemplos
- μέλη του σώματοςGliedmaßenπληθυντικός | Plural pl
-
- μέλος αντιπροσωπείαςDelegationsmitgliedουδέτερο | Neutrum, sächlich n
ocultar ejemplosmostrar más ejemplos
μέλος
αρσενικό | Maskulinum, männlich mVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
ejemplos
- μέλος συνδικάτουGewerkschaftsmitgliedουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- μέλος συνεταιρισμούGenossenschaftlerαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich f
- μέλος της γενιάς του ’68Achtundsechzigerαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich f
ocultar ejemplosmostrar más ejemplos