„λύση“: θηλυκό λύση [ˈlisi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Lösung Lösungθηλυκό | Femininum, weiblich f λύση προβλήματος, αινίγματος λύση προβλήματος, αινίγματος ejemplos λύση ανάγκης Behelfαρσενικό | Maskulinum, männlich m λύση ανάγκης