λογισμικό
[lojizmiˈko]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Softwareθηλυκό | Femininum, weiblich fλογισμικόλογισμικό
ejemplos
- λογισμικό εκμάθησηςLernsoftwareθηλυκό | Femininum, weiblich f
- λογισμικό προστασίας από ιούςAntivirensoftwareθηλυκό | Femininum, weiblich f
- λογισμικό συστήματοςSystemsoftwareθηλυκό | Femininum, weiblich f