λιποτακτώ
[lipotakˈto]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/iVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- desertierenλιποτακτώ στρατιωτικός όρος | Militär, militärischστρατλιποτακτώ στρατιωτικός όρος | Militär, militärischστρατ