„λεύκανση“: θηλυκό λεύκανση [ˈlefkansi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Bleichen Bleichenουδέτερο | Neutrum, sächlich n λεύκανση λεύκανση