„λευκόξανθος“ λευκόξανθος [lefˈkoksanθos], λευκόξανθη, λευκόξανθοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) aschblond aschblond λευκόξανθος λευκόξανθος