„λερώνομαι“: μεσοπαθητικό ρήμα λερώνομαιμεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mp Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) sich schmutzig, dreckig machen sich schmutzig λερώνομαι λερώνομαι dreckig machen λερώνομαι ή | oderod λερώνομαι ή | oderod