„λειότητα“: θηλυκό λειότητα [liˈotita]θηλυκό | Femininum, weiblich f Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Glätte Glätteθηλυκό | Femininum, weiblich f λειότητα λειότητα