„λαξευτής“: αρσενικό λαξευτής [laksefˈtis]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Schnitzer Schnitzerαρσενικό | Maskulinum, männlich m λαξευτής λαξευτής