λαδερός
[laðeˈros], λαδερή, λαδερόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- öligλαδερόςλαδερός
- fett(ig)λαδερός φαγητόλαδερός φαγητό
- mit Öl zubereitetλαδερός φαγητό μαγειρεμένο με λάδιλαδερός φαγητό μαγειρεμένο με λάδι
ejemplos
- λαδερό (φαγητό)ουδέτερο | Neutrum, sächlich nkeine direkte Übersetzung vegetarisches Gericht mit Olivenöl zubereitet