„λήμμα“: ουδέτερο λήμμα [ˈlima]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Stichwort Stichwortουδέτερο | Neutrum, sächlich n λήμμα λεξικού λήμμα λεξικού