„λέξη“: θηλυκό λέξη [ˈleksi]θηλυκό | Femininum, weiblich f <εως> Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Wort, Vokabel Wortουδέτερο | Neutrum, sächlich n λέξη λέξη Vokabelθηλυκό | Femininum, weiblich f λέξη μιας γλώσσας λέξη μιας γλώσσας ejemplos κατά λέξη wörtlich κατά λέξη λέξη προς λέξη Wort für Wort λέξη προς λέξη ούτε λέξη γι’ αυτό! kein Wort darüber! ούτε λέξη γι’ αυτό! αυτό είναι η τελευταία λέξη της μόδας das ist gerade der letzte Schrei αυτό είναι η τελευταία λέξη της μόδας λέξη κλειδίθηλυκό | Femininum, weiblich f Schlüsselwortουδέτερο | Neutrum, sächlich n λέξη κλειδίθηλυκό | Femininum, weiblich f λέξη κλειδίθηλυκό | Femininum, weiblich f ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υ Suchwortουδέτερο | Neutrum, sächlich n λέξη κλειδίθηλυκό | Femininum, weiblich f ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υ ocultar ejemplosmostrar más ejemplos