„λάσπη“: θηλυκό λάσπη [ˈlaspi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Schlamm, Lehm, Schmutz, Matsch Schlammαρσενικό | Maskulinum, männlich m λάσπη λάσπη (Schnee)Matschαρσενικό | Maskulinum, männlich m λάσπη από χιόνι λάσπη από χιόνι Lehmαρσενικό | Maskulinum, männlich m λάσπη πηλός λάσπη πηλός Schmutzαρσενικό | Maskulinum, männlich m λάσπη βρομιά λάσπη βρομιά