κόμβος
[ˈkomvos]αρσενικό | Maskulinum, männlich mVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Knotenαρσενικό | Maskulinum, männlich mκόμβος ναυτικός όρος | Nautik, Schifffahrtναυτ μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφκόμβος ναυτικός όρος | Nautik, Schifffahrtναυτ μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ
- Knotenpunktαρσενικό | Maskulinum, männlich mκόμβος κεντρικό σημείοκόμβος κεντρικό σημείο
ejemplos
- κόμβος εθνικής οδούAutobahnkreuzουδέτερο | Neutrum, sächlich n