„κυνικός“: επίθετο, ως επίθετο κυνικός [kjiniˈkos]επίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj, κυνική, κυνικό Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) zynisch zynisch κυνικός κυνικός „κυνικός“: αρσενικό και θηλυκό κυνικός [kjiniˈkos]αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/f Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Zyniker Zynikerαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich f κυνικός κυνικός