κρουαζέ
[kruaˈze]επίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj <άκλιτο | invariabel, unveränderlichinv>Vista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
ejemplos
- κρουαζέ μπλούζαθηλυκό | Femininum, weiblich fWickelbluseθηλυκό | Femininum, weiblich f
- κρουαζέ φόρεμαουδέτερο | Neutrum, sächlich nWickelkleidουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- κρουαζέ φούσταθηλυκό | Femininum, weiblich fWickelrockαρσενικό | Maskulinum, männlich m