κρέμομαι
[ˈkremome]αποθετικό ρήμα | Deponens dep <αόριστος | Aorist aor>Vista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- hängen (από an+δοτική | +Dativ +dat)κρέμομαικρέμομαι
- heraushängen, herausbaumelnκρέμομαι από έξωκρέμομαι από έξω
- schwebenκρέμομαι αιωρούμαικρέμομαι αιωρούμαι
- abhängen (από von)κρέμομαι εξαρτώμαι μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφκρέμομαι εξαρτώμαι μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ