„κράχτης“: αρσενικό κράχτης [ˈkraxtis]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Lockvogel Lockvogelαρσενικό | Maskulinum, männlich m κράχτης κράχτης